- ἀποκάθημαι
- ἀπό , κατά-κάθημαιto be seatedpres ind mid 1st sgἀπό , κατά-κάθημαιto be seatedpres ind mid 1st sg (ionic)ἀπό-κάθημαιto be seatedperf ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκάθημαι — ἀποκάθημαι (AM) 1. κάθομαι χωριστά, μακριά 2. παραμένω αργός, αδρανώ 3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια … Dictionary of Greek